- σύμπλευρος
- -ον, ΜΑμσν.(για κομμάτι κρέατος) αυτός που είναι μαζί με τα πλευράαρχ.διπλανός, αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. περί-πλευρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμπλευρον — σύμπλευρος side by side masc/fem acc sg σύμπλευρος side by side neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek